- τόργος
- ὁ, Α1. γύπας, όρνιο2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» — ο κύκνος (Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ. stork, γερμ. Storch). Κατά τον Ησύχ., η λ. πρέπει να συνδεθεί με το τοπωνύμιο Τόργιονὄρος ἐν Σικελίᾳ, ὅπου νεοττεύουσιν οἱ γῦπες, είναι, όμως, πιθανότερο ότι το τοπωνύμιο αυτό προήλθε από τον τ. τόργος. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση με έναν κοπτικό τ. t(o)re «το πτηνό ικτίνος», καθώς και με το όν. Γοργώ τού μυθικού τέρατος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *γόργος. Ωστόσο, καμία από τις απόψεις αυτές δεν θεωρείται ικανοποιητική].
Dictionary of Greek. 2013.